Άρθρα ιστορικού περιεχομένου για τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής (C.S.A. 1861-1865) που δημοσιεύονται στο ιστολόγιό μου Κόκκινος Ουρανός


Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Ultima Thule: When Johnny Comes Marching Home Again


8 Δεκεμβρίου 1863...

Στις 8 Δεκεμβρίου 1863, και ενώ μαινόταν ο αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος, ο Αβραάμ Λίκολν, ανακοίνωσε το λεγόμενο σχέδιο «Ανασυγκρότησης». Ο Λίνκολν πάντοτε ισχυριζόταν ότι αυτές οι έντεκα Πολιτείες (των Νοτίων) δεν είχαν ποτέ εγκαταλείψει την Ένωση. Το σχέδιο πρόβλεπε Αμνηστία σε όλους τους νότιους που θα ορκίζονταν πίστη στην Ένωση και Αναγνώριση των πολιτειακών κυβερνήσεων, όπου το 10% του εκλογικού σώματος πριν από τον πόλεμο είχε ορκιστεί πίστη στην Ένωση και είχε αποκηρύξει την δουλεία.

Η περίοδος της «Ανασυγκρότησης» στην ουσία, έχει δύο φάσεις. Η πρώτη καλύπτει το σύνολο των ΗΠΑ κατά την περίοδο 1865-1877 μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Η δεύτερη, που χρονικά προηγείται της πρώτης, καλύπτει τη μετατροπή των Νοτίων Ηνωμένων Πολιτειών από το 1863 έως το 1877, με την «ανασυγκρότηση» της Πολιτείας και της κοινωνίας στην πρώην Συμπολιτεία.

Η πολιτική της «Ανασυγκρότησης» θα εφαρμοζόταν όταν μία Πολιτεία της Συνομοσπονδίας (του Νότου) τίθετο υπό τον έλεγχο του στρατού της Ένωσης (Βορά). Μετά την δολοφονία του Λίνκολν, ο πρόεδρος Άντριου Τζόνσον προσπάθησε να ακολουθήσει την επιεική πολιτική του Λίνκολν, αλλά οι ριζοσπαστικοί Ρεπουμπλικάνοι στο Κογκρέσο αρνήθηκαν να αποδεχθούν τους επιεικείς όρους του Τζόνσον. Η νίκη των Ριζοσπαστικών Ρεπουμπλικάνων στις εκλογές για το Κογκρέσο, το 1866, τους έδωσε τον έλεγχο και από εκεί και πέρα ξεκίνησε, το 1867, η λεγόμενη «Ριζοσπαστική Ανασυγκρότηση»....

Οι νότιες πολιτείες εισήλθαν στην σκοτεινή περίοδο της «Ανασυγκρότησης», που δεν διέφερε από τρομοκρατία, όπου πράκτορες της κυβέρνησης και διάφοροι τυχοδιώκτες διασκορπίστηκαν στις κατακτημένες περιοχές, εκφοβίζοντας τους λευκούς κάτοικους και προτρέποντας τους μαύρους να εξεγείρονται διαρκώς. Ταπεινώσεις, λεηλασίες, ληστείες και βιασμοί ήταν το αντίτιμο της «νίκης» των Βορείων και του μίσους τους για τον υπερήφανο, αλλά πληγωμένο Νότο. Οι λευκοί του Νότου αντέδρασαν στην καταπίεση με τρεις λέξεις: Κου-Κλουξ-Κλαν....

Οι Ultima Thule (που σημαίνει "Απώτατος Βοράς") είναι ροκ μπάντα από την Σουηδία. Το στυλ που παίζουν το λένε ‘Vikingarock’ ("Viking rock"), μία μίξη από παραδοσιακά σκανδιναβικά ακούσματα, rock, Oi!, street punk με Teddy Boy επηρροές.

Το ‘When Johnny Comes Marching Home Again’ (που ήταν κλασσικό τραγούδι στην εποχή του εμφυλίου και για τις δύο πλευρές) είναι αφιερωμένο στον στρατιώτη των Νοτίων, γνωστό και ως ‘Johnny Reb’.

James Longstreet (1821 - 1904)



O James Longstreet (Τζέημς Λόνγκστρητ ) ήταν ένας από τους σημαντικότερους στρατηγούς του στρατού της Συνομοσπονδίας (Νοτίων) στον αμερικάνικο εμφύλιο πόλεμο και ο δεύτερος μετά τον θρυλικό στρατηγό Robert E. Lee, ο οποίος τον αποκαλούσε "Old War Horse" (‘Γέρικο Πολεμικό Άλογο’).

Ο Τζέημς Λόνγκστρητ γεννήθηκε στο Ετζφηλντ (Edgefield) της Νότιας Καρολίνα στις 8 Ιανουαρίου 1821 και ήταν το πέμπτο παιδί ενός κτηματία φυτείας βαμβακιού. Από μικρή ηλικία έδειξε στοιχεία πολύ σθεναρού χαρακτήρα, σε βαθμό που ο ίδιος ο πατέρας του εντυπωσιασμένος τον αποκαλούσε «Πέτρο», δίδοντας έτσι την πρώτη αφορμή για το προσωνύμιο «Γέρο Πητ» που θα τον ακολουθούσε για ολόκληρη την υπόλοιπη ζωή του.

Το 1838 ο νεαρός Τζέημς εκπλήρωσε την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία, αφού έγινε δεκτός στο Ουέστ Πόιντ. Οι επιδόσεις του όμως αποδείχθηκαν πολύ κάτω του μετρίου και όταν αποφοίτησε το 1842 κατετάγη 54ος μεταξύ 56 ευελπίδων! Υπήρξε όμως πολύ δημοφιλής και αγαπητός στους συμμαθητές του, γεγονός που θα τον βοηθούσε σημαντικά αργότερα. Η πρώτη τοποθέτηση του Λόνγκστρητ ως ανθυπολοχαγού έγινε στο 4ο Σύνταγμα Πεζικού στα Μισούρι. Εκεί υπηρετούσε ως υπολοχαγός και ο Οδυσσέας Γκραντ, ο οποίος ανέπτυξε φιλία μαζί του και νυμφεύθηκε μάλιστα την τέταρτη εξαδέλφη του Λόνγκστρητ.

Ο Λόνγκστρητ νυμφεύθηκε το 1848 την κόρη του διοικητή του συντάγματός του, με την οποία συμβίωσε τα επόμενα 40 χρόνια και απέκτησε 10 παιδιά. Λίγο καιρό πριν είχε διακριθεί στον Μεξικανικό Πόλεμο, υπηρετώντας τις Τάξεις του 8ου Συντάγματος Πεζικού. Έλαβε αρκετές προαγωγές επ’ ανδραγαθία και τραυματίστηκε στον μηρό στη μάχη του Τσαπούλτεπεκ, όπου ενώ έπεφτε παρέδωσε τη σημαία στον φίλο του, υπολοχαγό Τζωρτζ Πίκετ. Μετά τον πόλεμο υπηρέτησε για ένα διάστημα στο οχυρό Μπλις του Τέξας με τον βαθμό του ταγματάρχη, ενώ παραιτήθηκε από τον Στρατό των ΗΠΑ τον Ιούνιο του 1861 προκειμένου να υπηρετήσει τη Συνομοσπονδία στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Ονομάστηκε αντισυνταγματάρχης και πολύ γρήγορα ταξίαρχος και ανέλαβε τη διοίκηση ταξιαρχίας αποτελούμενης από τρία συντάγματα της Βιρτζίνια.

Τον Ιανουάριο του 1862 ο Λόνγκστρητ βίωσε μία προσωπική τραγωδία όταν έχασε τρία από τα παιδιά του μέσα σε μία εβδομάδα εξαιτίας μιας επιδημίας. Έκτοτε έγινε πολύ πια σοβαρός στην κοινωνική του ζωή, έπινε σπάνια και μετατράπηκε σε ένα πολύ θρησκευόμενο άτομο. Συμμετείχε σε πολλές μάχες του Αμερικανικού Εμφυλίου όπου η παρέμβασή του ήταν συχνά καθοριστική. Κατά τις μάχες των Επτά Ημερών διοικούσε σχεδόν τον μισό στρατό του Λη (15 ταξιαρχίες), ο οποίος συνήθιζε να λέει γι’ αυτόν ότι ήταν το «δεξί του χέρι». Έγινε όμως πιο διάσημος ως διοικητής του Α’ Σώματος με το οποίο ενεπλάκη στις μάχες του Φρέντρικσμπεργκ, του Σάφολκ και του Γκέτυ- Οτζεημς Λονγκστρητ.

Τον Μάιο του 1864 ο Λόνγκστρητ τραυματίστηκε σοβαρά από φίλια πυρά στη μάχη του Γουάιλντερνες. Όταν παρουσιάστηκε και πάλι για υπηρεσία τον Οκτώβριο, το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο και ίππευε με δυσκολία. Μετά τον πόλεμο ο Λόνγκστρητ μετακόμισε με την οικογένειά του στη Νέα Ορλεάνη όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο βαμβακιού. Έγινε μέλος του Ρεπουμπλικανικαύ Κόμματος και υποστήριξε τον Γκραντ στην εκλογή του ως προέδρου των ΗΠΑ.

Το 1875 επέστρεψε στη Βιρτζίνια και πέντε χρόνια αργότερα διορίστηκε πρέσβης των ΗΠΑ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έχασε τη σύζυγό του το 1889 και οκτώ χρόνια αργότερα νυμφεύθηκε για δεύτερη φορά. Η υγεία του επιδεινώθηκε κατά τα επόμενα χρόνια, αλλά πριν αποβιώσει στις 2 Ιανουαρίου 1904, πρόλαβε να γράψει τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Από το Μανάσας στο Απόματοξ».

Πηγή: ‘Γκέτυσμπεργκ 1863’ - Περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία - Σειρά: Μεγάλες Μάχες



Από την ταινία Gettysburg (1993) στον ρόλο του Λόνγκστρητ ο Tom Berenger.


Stand Watie: Ο Ινδιάνος στρατηγός των Νοτίων


Τον Φεβρουάριο του 1861η φυλή των Τσερόκι ενώθηκε με την Συνομοσπονδία (Νότο). Θα ακολουθήσουν και άλλες φυλές. Οι Creek, οι Τσόκταου, οι Τσικάσο και οι Seminole. Τα συντάγματα πεζικού και ιππικού υπό τις διαταγές αξιωματικών ινδιάνικης προέλευσης θα κερδίσουν την δόξα στο Ουίλσον Κρηκ, στο Μισούρι, τον Αύγουστο του 1861 στην αιματηρή μάχη του Πη-Ρητζ (Pea Ridge), τον Μάρτιο του 1862. Στη συνέχεια θα αποτελέσουν την μεραρχία Indian Cavalry, μία από τις δύο ταξιαρχίες της θα βρίσκεται υπό τις διαταγές ενός ινδιάνου Τσερόκι του ταξίαρχου Σταντ Γουέντη (Stand Watie).

Αυτός θα είναι ο τελευταίος συνομοσπονδιακός στρατηγός που θα καταθέσει τα όπλα στις 23 Ιουνίου 1865, δύο μήνες μετά την συνθηκολόγηση του Αππότομαξ.

Ο Stand Watie γεννήθηκε στην Oothcaloga, στο έθνος των Cherokee (Cherokee Nation και νυν Calhoun της Georgia) στις 12 Δεκεμβρίου του 1806, γιος του Uwatie (που σημαίνει "ο αρχαίος"), από το χριστιανικό όνομα David Uwatie και από την Susanna Reese.

Ο Stand Watie, ήταν χριστιανός.

Κατά το 1820, σχεδόν το ένα τρίτο του έθνους των Cherokee είχε μετεγκατασταθεί δυτικά του ποταμού Μισισιπή. Τα εδάφη τους στο ινδικό έδαφος (η σημερινή Οκλαχόμα), που ευημερούσαν πριν από τον εμφύλιο πόλεμο του 1861-65, έγιναν ερείπια μετά. Πολλοί από αυτούς τους Ινδιάνους ήταν χριστιανοί και άριστα εκπαιδευμένοι.

Ήταν Αμερικάνοι πολίτες, πολλοί πλούτισαν και πολλοί ήταν ιδιοκτήτες φυτείας, ακόμη και ιδιοκτήτες σκλάβων.

Οι Cherokee ίδρυσαν τοπική κυβέρνηση το 1827, με αρχηγό τον John Ross (1796-1866). Αντιτάχθηκε στις μετακινήσεις των Cherokee από την γη των πατέρων τους και στην παράνομη Πράξη Μετακίνησης (‘Indian Removal Acts’) του προέδρου των ΗΠΑ, Andrew Jackson.

Έως τα μέσα του 1837, πολλοί Cherokee είχε μεταφερθεί στην Ινδιάνικη Περιοχή (Indian Territory). Τις υπόλοιπες φυλές, με εξαίρεση κάποιους που κατέφυγαν στα βουνά, τους έδιωξαν βίαια από τα σπίτια τους και τους έστειλαν στην Δύση το 1838 κατά την διαβόητη «Trail of Tears» (Το Μονοπάτι των Δακρύων) κατά το οποίο πολλοί χάθηκαν χάρη στους παράνομους νόμους του Τζάκσον.

Χιλιάδες από αυτούς, κυρίως γυναίκες και παιδιά, έχασαν τη ζωή τους στη μεγάλη απέραντη ερημιά, από τον άγριο χειμώνα και μερικές φορές από την βία των στρατιωτών της Ομοσπονδίας, καθ 'οδόν προς τη νέα τους πατρίδα.

Ήταν μια απόπειρα γενοκτονίας.

Ο Watie και άλλοι στην αρχή θεωρήθηκαν συνεργάτες και μερικοί δολοφονήθηκαν. Τελικά, αυτά τα προβλήματα σταμάτησαν και ο Watie διορίστηκε στο Συμβούλιο των Φυλών Cherokee και υπηρέτησε εκεί από το 1846 έως το 1861.

Λίγο αργότερα, ο Watie στρατολογήθηκε στον στρατό της Συνομοσπονδίας (Νότιοι).

Όταν το έθνος των Cherokee ψήφισαν για την υποστήριξη της Συνομοσπονδίας, ο Watie οργάνωσε ένα σύνταγμα ιππικού. Τον Οκτώβριο του 1861, έγινε συνταγματάρχης στους τυφεκιοφόρους του First Cherokee Mounted Rifles. Ο Watie θα παίξει ρόλο στη μάχη του Pea Ridge στο Αρκάνσας, όπου νίκησε ο στρατός της Ένωσης (Βόρειοι), στις 6 - 8 Μαρτίου 1862. Τα στρατεύματα του Watie αιχμαλώτισαν τις θέσεις του πυροβολικού της Ένωσης και κάλυψαν την υποχώρηση των δυνάμεων των Νοτίων από το πεδίο της μάχης.

Ο Watie προήχθη σε Ταξίαρχο από τον Γενικό Στρατηγό Samuel Bell Maxey, και του δόθηκε να ηγείται της πρώτης Ινδιάνικης Ταξιαρχίας, που αποτελείτο από δύο συντάγματα τυφεκιοφόρων και τρία τάγματα πεζικού Cherokee, Seminole και Osage. Αυτά τα στρατεύματα είχαν την βάση τους νότια του καναδικού ποταμού, και κατά περιόδους διέσχιζαν τον ποταμό και έμπαιναν στο έδαφος της Ένωσης.

Πολέμησαν σε διάφορες μάχες και αψιμαχίες στις δυτικές ομοσπονδιακές πολιτείες, συμπεριλαμβανομένων των ινδιάνικων περιοχών, του Αρκάνσας, του Μισούρι, του Κάνσας και του Τέξας. Η δύναμη του Watie, σύμφωνα με πληροφορίες, πολέμησε στις περισσότερες μάχες δυτικά του ποταμού Μισισιπή από οποιαδήποτε άλλη μονάδα.

Στις 23 Ιουνίου 1865, μετά την μάχη του Doaksville, στο Fort Towson στο έθνος των Choctaw, ο Watie υπέγραψε την παύση των εχθροπραξιών με εκπροσώπους της Ένωσης και έγινε ο τελευταίος στρατηγός των Νοτίων που κατέθετε τα όπλα.

Μετά το τέλος του πολέμου, ο Watie πίεζε την Ουάσιγκτον για την αναγνώριση ενός ξεχωριστού «Νότιου Έθνους των Cherokee», κάτι που δεν έγινε δεκτό.

Πέθανε στις 9 Σεπτεμβρίου 1871. Άφησε πίσω του την χήρα γυναίκα του Sarah Bell Watie και τα δύο του παιδιά.