Άρθρα ιστορικού περιεχομένου για τις Συνομόσπονδες Πολιτείες της Αμερικής (C.S.A. 1861-1865) που δημοσιεύονται στο ιστολόγιό μου Κόκκινος Ουρανός


Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά και άλλα παραμύθια

“. . . Ζούσαμε ειρηνικά και χαρούμενα μέχρι που ήρθε ο πόλεμος και ξερίζωσε κάθε ευλογημένο πράγμα”. - Charles Stewart, πρώην σκλάβος (Από το “My Life as a Slave”, Harpers Magazine, Οκτώβριος 1884). 

“…Οι άνθρωποι έχουν λάθος άποψη για την εποχή που υπήρχε η δουλεία. Μας φέρονταν καλά. Ο κύριός μου ποτέ δεν άπλωσε χέρι πάνω μου. Μερικές φορές δανείζαμε τον κύριό μας λεφτά όταν του έρχονταν δύσκολα τα πράγματα.”. - Simon Philips,πρώην σκλάβος από την Alabama (από το “The Slave Narratives”).

Το The Slave Narratives (‘Αφηγήσεις Σκλάβων’), είναι ένα επίσημο έγγραφο που συντάχθηκε από την κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Εκεί βρίσκονται συγκεντρωμένες μαρτυρίες από μερικούς από τους τελευταίους επιζώντες σκλάβους του Παλαιού Νότου (Old South) όπου δίνουν μια εικόνα της ζωής τους όταν ήταν κάτω από τη δουλεία, ενώ μιλάνε και για το πώς είδαν την ελευθερία που τους έφεραν οι Γιάνκηδες (δες κι εδώ). Αντίθετα με όσα πιστεύει (ή έμαθε να πιστεύει) ο «μέσος άνθρωπος» και αντίθετα με τα όσα πολλοί δημοφιλείς συγγραφείς, δημοσιογράφοι και άνθρωποι του «θεάματος» μας έχουν κάνει να πιστεύουμε, η σχέση δούλου – κυρίου στο Νότο ήταν πολύ στενή και χαρακτηριζόταν από αμοιβαίο σεβασμό. Όσοι μιλάνε για μια άθλια ζωή στο ‘έλεος’ βάναυσων αφεντικών και τη φρίκη της σκλαβιάς, αναφέρονται σε περιπτώσεις που ήταν σίγουρα η μειοψηφία (τριάντα τοις εκατό ή λιγότερο).

Η Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά

Στις 20 Μαρτίου 1852 η Χάριετ Μπίτσερ Στόου (Harriet Beecher Stowe) σύζυγος ενός καθηγητή από το Οχάιο, που δεν είχε δει ποτέ της το Νότο, δημοσιεύει το βιβλίο «Η καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά», (‘Uncle Tom's Cabin’).
Αυτό το γεμάτο λάθη και χωρίς ιστορικό νόημα, μυθιστόρημα, χρησιμοποιεί με κάποια δεξιοτεχνία όλες τις τεχνικές της συναισθηματικής λογοτεχνίας: Θα κάνει όλες τις Μαργκό του Βορρά και της Ευρώπης να κλάψουν. Το βιβλίο αυτό, που θα έχει μεγάλα επιτυχία και θα μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες, θα ξεσηκώσει την οργή και την αγανάκτηση του Νότου.

Η Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά έγινε το πιο δημοφιλές σε πωλήσεις μυθιστόρημα του 19ου αιώνα (και το δεύτερο πιο δημοφιλές βιβλίο εκείνου του αιώνα μετά τη Βίβλο). Eκδόθηκε για πρώτη φορά σε τμήματα σε ένα περιοδικό. Όταν εμφανίστηκε ως βιβλίο, πούλησε, το πρώτο χρόνο της κυκλοφορίας του 300.000 αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ. Οι εκδόσεις του στη Βρετανία και στην Ευρώπη, το έκαναν δημοφιλή την ιστορία του. Ο αντίκτυπος του βιβλίου στις ΗΠΑ ήταν τόσο μεγάλος, ώστε όταν ο Αβραάμ Λίνκολν συνάντησε τη συγγραφέα στην αρχή του Αμερικανικού «Εμφυλίου» της είπε: «Ώστε αυτή είναι η μικρή κυρία που έκανε αυτόν τον μεγάλο πόλεμο».

Στην Αμερική της δεκαετίας του 1850 ήταν κοινό για μια οικογένεια να συγκεντρώνεται το βράδυ στο σαλόνι και να διαβάζει δυνατά την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά. Ωστόσο, σε ορισμένους κύκλους, το βιβλίο θεωρήθηκε εξαιρετικά αμφιλεγόμενο.

Ο ήρωας του βιβλίου, ο μπαρμπα-Θωμάς, πέφτει στα χέρια ενός αδίστακτου, σκληρού και ρατσιστή αφέντη, ο οποίος αργότερα θα τον χτυπήσει μέχρι θανάτου, όταν ο αφέντης του που είναι πνιγμένος στα χρέη αποφασίζει να τον πουλήσει, μαζί με το αγοράκι της μαύρης σκλάβας Ελίζας. Η Ελίζα δραπετεύει με το παιδί της και μπλέκει σε περιπέτειες γεμάτες αγωνία. Οι σελίδες του βιβλίου είναι γεμάτες από τις "απάνθρωπες συνθήκες ζωής των αφροαμερικανών στις φυτείες του Κεντάκι, τις αγοραπωλησίες ανδρών και γυναικών, το χωρισμό των παιδιών από τις μανάδες, το ξύλο και τα βασανιστήρια, την πείνα, τη βία και τον κατατρεγμό". 

Για τους ανθρώπους του Νότου, που απεικονίζονται με τόσο αρνητικά χρώματα στο βιβλίο, η Stowe είναι μια ψεύτρα και το βιβλίο της βοηθά να σκληρύνουν τα  συναισθήματά τους έναντι του Βορρά.

Η αντίδραση από το Νότο

Ως απάντηση στην Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά της Stowe γράφτηκαν, από Νότιους κυρίως συγγραφείς, πολλά βιβλία και λογοτεχνικά έργα, που ονομάστηκαν επίσης και ‘Λογοτεχνία της Φυτείας’. Τα βιβλία αυτά προσπάθησαν να δείξουν είτε ότι η δουλεία ήταν επωφελής για τους αφρο-αμερικανούς ή ότι τα δεινά της δουλείας, όπως απεικονίζονται στο μυθιστόρημα της Stowe ήταν παραφουσκωμένα και εσφαλμένα.

Μόνο το 1852 κυκλοφόρησαν οκτώ τέτοια ‘αντι-Θωμά’ (anti-Tom) μυθιστορήματα.
Αυτά τα μυθιστορήματα έδειχναν έναν άλλο τύπο αφέντη. Τον καλό λευκό πατριαρχικό αφέντη και την αγνή γυναίκα του, που μαζί θεωρούσαν τα παιδιά σκλάβους ως μέλη μιας μεγάλης οικογένειας που ζούσε στη φυτεία. Έμμεσα τα μυθιστορήματα αυτά εξέφραζαν την άποψη ότι οι αφροαμερικανοί δεν ήταν σε θέση να ζήσουν χωρίς να είναι κάτω από την εποπτεία και την φροντίδα των λευκών.

Σήμερα αυτά τα μυθιστορήματα και τα βιβλία θεωρούνται γενικά ως "προπαγάνδα υπέρ της δουλείας". Το είδος αυτό πέθανε με την έναρξη του Αμερικανικού «Εμφυλίου Πολέμου».

Τα δύο πιο διάσημα αντι-Tom βιβλία είναι το The Sword and the Distaff του William Gilmore Simms και το The Planter's Northern Bride της Caroline Lee Hentz.

Το ‘The Sword and the Distaff βγήκε μόλις λίγους μήνες μετά μυθιστόρημα της Stowe και περιέχει μια σειρά από ενότητες και συζητήσεις που με σαφήνεια αναφέρονται στο βιβλίο της Stowe και την άποψή της για την δουλεία. Το μυθιστόρημα αυτό ήταν αρκετά δημοφιλές ώστε ανατυπώθηκε το 1854 υπό τον τίτλο Woodcraft.

Το ‘The Planter's Northern Bride’ δημοσιεύθηκε δύο χρόνια μετά την Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά. Εκεί η Hentz (φώτο) προσφέρει μια υπεράσπιση της δουλείας, όπως φαίνεται μέσα από τα μάτια μιας βόρειας γυναίκα - κόρης ενός υπερασπιστή της κατάργησης της δουλείας ("αμπολισιονιστή"), που παντρεύεται ένα νότιο ιδιοκτήτη σκλάβων. Η Hentz του προσπαθεί να δείξει ότι οι μαύροι δεν είχαν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν καλά χωρίς επίβλεψη από τους λευκούς. Το μυθιστόρημα, επίσης, επικεντρώνεται στο φόβο εξέγερσης των σκλάβων, ειδικά αν οι αμπολισιονιστές δεν σταματήσουν να δημιουργούν προβλήματα.

Ένα απόσπασμα από το ένα τέτοιο βιβλίο είναι το παρακάτω:

Η "Καλύβα του Μπάρμπα Θωμά" είναι η πιο πρόσφατη επίθεση κατά της δουλείας. Το βιβλίο περιέχει όλα τα επιχειρήματα κατά του θεσμού της δουλείας, έντονα ζωγραφισμένα σε δραματικές σκηνές μεγάλης δύναμης για να γίνουν ελκυστικά μέσα από ευφάνταστες σκηνές.
Το αποτέλεσμα που θα έχει αυτό το βιβλίο, με την τεράστια κυκλοφορία του, θα είναι να  διεγείρει το φανατισμό του ενός εναντίον του άλλου. Θα φέρει μια εσφαλμένη εικόνα της δουλείας σε εκείνους που είναι πάντα πρόθυμοι να παρανοήσουν και θα χρησιμεύσει για να επιβεβαιώσει την γνώμη πολλών Νοτίων, που βλέπουν μόνο το μίσος και την παρανόηση εναντίον μας από το Βορρά. Η φρίκη που παρουσιάζει θα γεννήσει νέους «αποστόλους» της Κατάργησης της Δουλείας (οι λεγόμενοι αμπολισιονιστές) σε εργοστάσια και αγροκτήματα. Στο Νότο δύσκολα θα διαβαστεί με ανοχή και υπάρχει κίνδυνος η πίκρα που θα γεννήσει να μην προσφέρει καμία υπηρεσία στους νέγρους.
Η κα Stowe προσπαθεί να καταγγείλει τη δουλεία, εξαιτίας της ανεύθυνης εξουσίας του αφέντη. Η επιχειρηματολογία της στηρίζεται σε περιγραφή σκηνών, που ποτέ δεν έχουμε δει ή ακούσει, αλλά την οποία, φυσικά, δεν είμαστε σε θέση να αρνηθούμε μετά βεβαιότητας. Είναι πάντα εύκολο να επιτεθείς σε ένα θεσμό τονίζοντας με έμφαση στην καταχρήσεις του. Τώρα μπορούμε να επιτρέψουμε την κα Stowe το μονοπώλιο των συναισθημάτων, όταν ακούμε για βίαιες αδικίες που διαπράχθηκαν από έναν άνθρωπο εναντίον του άλλου; Αρνούμαστε όμως να κρίνουμε κάθε θεσμό στηριζόμενοι σε εξωφρενικές εικόνες από τα εγκλήματα που τον παραμορφώνουν. Δεν είμαστε έτοιμοι να δούμε μόνο την περιστασιακή φρίκη σε αυτό το μεγάλο ζήτημα της δουλείας, διότι βλέπουμε πάντα με σεβασμό τον Χριστιανισμό στον κόσμο, αν και υπάρχουν σε αυτόν πολλοί λεκέδες μισαλλοδοξία, αν και έχουν υπάρξει βασανιστήρια, περισσότερα από μια φορά. Διότι τα παιδιά εξακολουθούν να δείχνουν αγάπη και τιμή προς τους γονείς τους, αν έχουν γίνει εγκλήματα από την εξουσία των γονέων. Διότι ο δεσμός του γάμου έφερε ανείπωτη ευτυχία σε άνδρες και γυναίκες, παρά τις πολλές φορές που έχει αποδειχτεί καθαρή κοροϊδία. Διότι οι νόμοι της ιδιοκτησίας είναι σεβαστοί ακόμα, αν και η καταπίεση των πλουσίων έχει δώσει στους φτωχούς την πικρή κραυγή ότι «η ιδιοκτησία είναι ληστεία». Διότι πιστεύουμε ότι η αποστολή της γυναίκας να φέρνει ειρήνη και ευλογία, αν και έχουμε διαβάσει για την πολιορκία της Τροίας, και έχουμε γνωρίσει πολλές σύγχρονες Ελένες. Διότι δεν βλέπουμε τίποτα που να μην έχει και τα κακά του, δεν υπάρχει θείος θεσμός που ο άνθρωπος να μην έχει παραμορφώσει, δεν υπάρχει κανένα ανθρώπινο όργανο, χωρίς τα λάθη του. Έτσι η κα Stowe έχει άδικο. Με μεγάλη επιδεξιότητα και δραματική εξιστόρηση των καταχρήσεων του θεσμού και τίποτα πέρα από αυτό, έχει δώσει μια εντελώς ψευδή και εσφαλμένη εντύπωση για το τι είναι η δουλεία. Έχει γεμίσει τα μυαλά των Βόρειων αναγνωστών της, με μια αυταπάτη.

Μια έρευνα που δεν «ταίριαζε» με την κατεστημένη άποψη - προκατάληψη 

Το 1974 δυο καθηγητές οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου Ρότσεστερ, ο Robert William Fogel και ο Stanley Engerman δημοσιεύουν το Time on the Cross: The Economics of American Negro Slavery, 2 volumes”, την μελέτη τους σχετικά με την δουλεία. Χρησιμοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τις πρόσφατες τεχνικές της οικονομετρίας υπέβαλλαν ένα βουνό από έγγραφα στους επεξεργαστές, για να κατορθώσουν να σχηματίσουν μια πανοραμική άποψη του φαινόμενου. Η έρευνά τους αφορά 2.500 δούλους. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και αφομοιώθηκαν από τους επεξεργαστές, και αναλύθηκαν στη συνέχεια από τους δυο ερευνητές, έδειξαν ότι η δουλεία δεν ήταν ένα αναχρονιστικό και ατελέσφορο οικονομικό σύστημα, αλλά σύμφωνα με τον καθηγητή Φόγκελ, «η κορυφαία βιομηχανία της εποχής». Η γεωργία που εφαρμοζόταν με τους δούλους ήταν πιο επικερδής κατά 35% σε σχέση την ελεύθερα γεωργία. Οι δούλοι μάλιστα, δεν ήταν οι τεμπέληδες και αμελείς εργάτες που έχουν συχνά περιγραφεί, αλλά οι καλοί εργάτες συχνά πιο ικανοί από τους λευκούς.
Σε ότι αφορά την μοίρα των δούλων, φαίνεται ότι οι οικογένειες δεν χωρίζονταν συστηματικά από τους εμπόρους που ήθελαν να κάνουν «εμπόριο» Οι ιδιοκτήτες των σκλάβων αντίθετα, είχαν οικονομικό συμφέρον να διατηρήσουν ενωμένες τις οικογένειες και να επιβλέψουν την καλή ηθική τους συμπεριφορά. Οι γυναίκες δεν όταν καθόλου υποχρεωμένες να μοιραστούν το κρεβάτι του αφεντικού. Γενικά δεν είπαν ερωτικές σχέσεις πριν από τον γάμο. Οι νέγροι δεν ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν εξαντλητικά, αντίθετα τρέφονταν, στεγάζονταν και ντύνονταν καλά, ασφαλώς όχι τόσο για λόγους φιλανθρωπίας αλλά εξαιτίας του ουσιαστικού τους ρόλου στην παραγωγή.
Η εμφάνιση του έργου στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσε, προφανώς, διαφορετικές αντιδράσεις. Περισσότερο από έναν αιώνα μετά από το τέλος του πολέμου της Απόσχισης τα πάθη δεν έχουν σβήσει. Ο καθηγητής Φόγκελ, (κάτοχος βραβείου Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών 1993), που είναι είκοσι πέντε χρόνια παντρεμένος με μια νέγρα, είπε ότι δυσαρεστήθηκε από τις επιθέσεις τις οποίες δέχτηκε. Το πρόβλημα για εκείνον προφανώς δεν είναι να εγκρίνει ή να δικαιοληγήσει οτιδήποτε, αλλά μόνο να δει την ιστορία όπως πραγματικά είναι.
Απαντώντας στις κριτικές τις οποίες δέχτηκαν οι συγγραφείς του έργου, ο καθηγητής Γούντγσυορντ, ειδικός στην Ιστορία του Νότου στο πανεπιστήμιο του Γέιλ (στον Βορρά), δήλωσε «Ο παραδοσιακός Ιστορικός βασίζεται κυρίως σε προσωπικές εμπειρίες, οι οποίες είναι αληθινές, αλλά κινδυνεύουν να αλλοιώσουν την γενική εικόνα. Έτσι, για τον Ιστορικό που καταδικάζει όπως όλοι την δουλεία, είναι μια φυσιολογική αντίδραση να επιλέξει παραδείγματα φρικτών εμπειριών τις οποίες έζησαν μεμονωμένοι σκλάβοι και να τις γενικεύσει». Αυτή η λίγο-πολύ συνειδητή αντιμετώπιση έκανε την ιστορία της δουλείας ένα είδος μυθολογίας.

Γράφουν οι James Ronald Kennedy και Walter Donald Kennedy στο The South Was Right:

Κανείς φυσικά, δεν προσποιείται ότι η ζωή στο πλαίσιο του θεσμού της δουλείας, ήταν πάντα καλή, ή ότι οι αφέντες ήταν πάντα δίκαιοι.
Υπάρχει όμως, μία παρανόηση θα πρέπει να διευκρινιστεί. Κατά την εξέταση των συμμετεχόντων στο σύστημα της δουλείας του ‘Old South’, εξετάζουμε πολύ λίγα μέλη της Νότιας κοινωνίας. Το 1860, υπήρχαν 5,3 εκατομμύρια λευκοί στο Νότο. Από αυτόν τον αριθμό, περίπου τριακόσιες χιλιάδες (έξι τοις εκατό) ήταν ιδιοκτήτες δούλων. Ο αριθμός των κατόχων σκλάβων που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αριστοκράτες καλλιεργητές ήταν μόνο 150.000 (τρία τοις εκατό). Το υπόλοιπο των κατόχων σκλάβων είχαν πέντε ή λιγότερες σκλάβους και εργάζονταν δίπλα στους σκλάβους τους, προκειμένου να βγάλουν τα προς το ζην.
Η συντριπτική πλειοψηφία των νοτίων δεν διέθετε σκλάβους, και αυτοί οι άνθρωποι, κατά κύριο λόγο, αποτέλεσαν το στρατό της Συνομοσπονδίας. Επίσης, να πούμε εδώ ότι δεν υπερασπιζόμαστε το σύστημα της δουλείας, αλλά αναζητούμε την αλήθεια για την ιστορία του εν λόγω θεσμού και τη ζωή στον Νότο.
Σκηνή από την ταινία "Gone With The Wind" (1939)
Στον Παλαιό Νότο υπήρχαν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές όψεις για την δουλεία που κυμαίνονται από εκείνους που ήθελαν τη γρήγορη κατάργηση της δουλείας, όπως ο στρατηγός Robert E. Lee, μέχρι εκείνους όπως ο πρόεδρος Jefferson Davis ο οποίος προσπάθησε να εξυψώσει και να εκπαιδεύσει τους σκλάβους ώστε να είναι έτοιμοι για την ελευθερία, και εκείνους οι οποίοι πίστευαν ότι οι μαύροι δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι έτοιμοι για την ελευθερία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κάθε άποψη της δουλείας είχε τους οπαδούς της, αλλά όλοι οι αξιότιμοι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το πώς αισθάνονταν σχετικά με το θεσμό της δουλείας πίστευαν ότι οι μαύροι έπρεπε να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, όπως διδάσκεται στην Αγία Γραφή σε σχέση με τους δούλους.
Τα βιβλικά θεμέλια για τη σχέση δούλου-κυρίου ήταν βαθιά ριζωμένα στην Αμερική, και τα γνώριζαν τόσο οι Νότιοι όσο και οι Βόρειοι. Η πρώτη υπεράσπιση της δουλείας στην Αμερική έγινε από τους Πουριτανούς Πατέρες της Μασαχουσέτης, και η υπεράσπιση της βασιζόταν σε αρχές που βρίσκονταν και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη. Εξέχοντες προσωπικότητες όπως ο Cotton Mather (1663 - 1728) και ο δικαστής John Saffin (1626 - 1710) εξέφρασαν την έγκρισή τους στο θεσμό της δουλείας στη Μασαχουσέτη, βασίζοντας τα επιχειρήματά τους στην Αγία Γραφή. Η ιδέα ότι η δουλεία ήταν ένα ηθικό σύστημα βασισμένο σε βιβλικά πρότυπα ήταν διαδεδομένη στους Αμερικανούς από τη Γεωργία ως το Μαίην.
... Ο μέσος Βόρειος πίστευε ότι, με λίγη προσπάθεια από τους ίδιους, η συντριπτική πλειοψηφία των μαύρων του Νότου θα συμμετείχε στην προσπάθεια του Βορά να εξαλείψει όλα τα ίχνη του Νότου. Οι Βόρειοι δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την η σχέση μεταξύ μαύρων και λευκών περιλάμβανε ένα ευρύ φάσμα σχέσεων. Οι άνθρωποι στο Νότο συνυπήρχαν με τις οικογένειες των μαύρων έχοντας σχέσεις που κυμαίνονταν από τους λίγους σκληρούς κυρίους έως τους πολλούς κυρίους που φέρονταν με πατρικότητα και αγάπη. Βέβαια οι Βόρειοι οπαδοί της Κατάργησης της δουλείας, ήταν σίγουροι ότι οι σχέσεις λευκών – μαύρων βασίζονταν στην εφαρμογή ωμής βίας από τους κατόχους σκλάβων πάνω στους σκλάβους. Εάν αυτή η άποψη ήταν σωστή, ο πληθυσμός σκλάβων θα ήταν πολύ πιο πρόθυμος να επαναστατήσει κατά των αφεντικών τους κατά τη διάρκεια μιας εισβολής. Ο Γιάνκης ιστορικός Frederick Law Olmsted σημείωσε την εγγύτητα της σχέσης μεταξύ σκλάβων και κυρίων, όταν επισκέφθηκε την Virginia στις αρχές του 1800. Ο Olmsted παρατήρησε μια λευκή γυναίκα και μια μαύρη γυναίκα να κάθονται μαζί σε ένα τρένο. Και οι δύο κυρίες είχαν τα παιδιά τους μαζί τους, και τα παιδιά έτρωγαν γλυκά από ένα κοινό κουτί. Ένας συγγραφέας γράφει παρόμοια «τα κορίτσια παίρνουν καραμέλες από την ίδια τσάντα με τέτοια οικειότητα και εγγύτητα που θα είχε καταπλήξει και δυσαρεστήθηκε πολλούς βόρειους. "Αυτή η στενή σχέση μπορεί να ήταν κάτι το ανήκουστο στον Βορρά, αλλά ήταν κάτι που έβλεπες συχνά στο Νότο.
"Αυτού του είδους η σχέση δεν μπορούσε να γίνει πραγματικότητα με ένα μαστίγιο, αλλά υπάρχει και βασίζεται στο σεβασμό και την αγάπη. Όχι μόνο Βόρειοι ιστορικοί αλλά και Γιάνκηδες στρατιώτες μιλούσαν περιφρονητικά για την εγγύτητα της σχέσης μεταξύ σκλάβου και κυρίου. Στο ημερολόγιο του ο στρατιώτης John Haley από το Maine γράφει : "Διακόσια χρόνια σκλαβιάς δεν έχουν ανυψώσει τον αράπη (nigger) ή τον κύριό του. Η μόνη πρόοδος που έχει γίνει είναι αυτή της αφύσικης επιλογής. Η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον λευκό και το μαύρο δεν είναι τόσο θετική, όπως η αληθινή αρετή απαιτεί, αλλά είναι απενεργοποιημένη από ένα είδος ουδέτερης απόχρωσης, που δεν μπορεί παρά να αντιμετωπίζεται με καχυποψία ".
Δείτε πόσο κατάφωρα ρατσιστικά μιλάει αυτός ο Γιάνκης στρατιώτης, που θρηνεί σαφώς το γεγονός ότι η φυλετική γραμμή δεν είχε διατηρηθεί τόσο έντονη όπως οι Βόρειοι επιθυμούσαν. Αυτή η ρατσιστική συμπεριφορά δεν ήταν κάτι νέο για τους βόρειους. Ο Άγγλος αμπολιονιστής, James S. Buckingham, έγραψε το 1842, «Στο Νότο δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να δει μαύρους σκλάβους και των δύο φύλων, να δίνουν χειραψία με λευκούς όταν συναντιούνται και να ανταλλάσουν φιλοφρονήσεις. Αλλά στο Βορά δεν θυμάμαι να έχω γίνει μάρτυρας κάτι τέτοιου. Και ούτε στη Βοστώνη, ούτε στη Νέα Υόρκη, ούτε στη Φιλαδέλφεια, οι λευκοί ήθελαν να δουν χειραψίες και οικειότητες με τους μαύρους στους δρόμους". 

Κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Πολέμου για την Ανεξαρτησία, όταν ο βρετανικός στρατός προσέφερε «ελευθερία» στον πληθυσμό των σκλάβων, εάν θα επαναστατούσαν κατά των αφεντικών τους, πολύ λίγοι δέχτηκαν την προσφορά τους. Στην πραγματικότητα, οι σκλάβοι όπως ακριβώς και τα αφεντικά τους, υποστήριξαν τον αμερικάνικο αγώνα για ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1812, οι Βρετανοί κατέλαβαν την Washington. Εκείνη την εποχή η Washington, είχε πάνω από χίλιους τετρακόσιους δούλους και σχεδόν χίλιους ελεύθερους μαύρους στην πόλη. Οι Βρετανοί ήλπιζαν ότι οι μαύροι της Ουάσιγκτον θα σηκώσουν την βρετανική σημαία και θα τους βοηθήσουν να νικήσουν τους Αμερικανούς. Και πάλι, ο εισβολέας απογοητεύτηκε. Κατά την τελευταία μάχη του πολέμου του 1812, στη ​​Μάχη της Νέας Ορλεάνης, οι ελεύθεροι μαύροι ανήκαν στον στρατό των Αμερικάνων που νίκησε τους Βρετανούς. Όταν ο στρατός του Βορά ήρθε κάτω στο Νότο προσφέρει την «ελευθερία» στους σκλάβους του Dixie, η λέξη αυτή δεν ήταν καινούργια για τους σκλάβους. Το ίδιο τραγούδι, με άλλο στίχο, αλλά οι δούλοι το είχαν ξανακούσει.

Σκηνές από την ταινία "Gods and Generals" (2001)
Γράφει ο αείμνηστος Dominique Venner στο «Ο Λευκός Ήλιος των Ηττημένων»:

Ο Τσαρλς ΜακΚέι, ένας Σκωτσέζος ταξιδιώτης που έζησε κάποιο διάστημα στον Βορρά και στο Νότο πριν από τον πόλεμο της Απόσχισης, κατέγραψε ορισμένες ευφυέστατες παρατηρήσεις σχετικά με την διαφορετική συμπεριφορά των δυο κοινωνιών απέναντι στους νέγρους: «Στο Νότο, γράφει, ο αφέντης των σκλάβων δεν φαίνεται να νοιώθει την παραμικρή αμηχανία όταν βρίσκεται κοντά σε ένα νέγρο, νέο ή ηλικιωμένο, άντρα ή γυναίκα. Αντίθετα οι άνθρωποι του Βορρά, οι οποίοι μιλούν τόσο πολύ για πολιτική ελευθερία και την ισότητα σφίγγουν περιφρονητικά τα χείλη στην παραμικρή πιθανότατα επαφής με έναν Αφρικανό. Στο Νότο ο νέγρος μπορεί χωρίς να προκαλέσει σκάνδαλο, να πάρει το λεωφορείο, η εγγύτητα του δεν τρομάζει ούτε αηδιάζει τους λευκούς Όσο για τον πιστό σκλάβο, παίρνει τον οικογενειακό και οικείο τίτλο του «θείου» ή της «θείας». Αν οι Πολιτείες του Βορρά και οι κάτοικοι τους έδειχναν στους νέγρους την μισή ή το ένα τέταρτο της κοινωνικής καλοσύνης με την οποία αντιμετωπίζονται στο Νότο, το πρόβλημα της δουλείας θα απλοποιούνταν σημαντικά. Επειδή όμως οι κάτοικοι του Βορρά μιλούν για τα πολιτικά δικαιώματα των νέγρων ενώ τους καταπιέζουν ή τους αναγκάζουν να μείνουν στα κατώτερα κλιμάκια της κοινωνίας, οι θεωρίες τους για την κατάργηση της δουλείας αποπνέουν υποκρισία και ψέματα. Με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα της κατάργησης της δουλείας στερείται της κομψότητας, της δύναμης και της ορμής που χαρακτηρίζουν μια απόλυτα ειλικρινή και αδιάλλακτη πεποίθηση».
Η έννοια αυτή θα αποδοθεί από τον Καρλάιλ (Thomas Carlyle) σε μια σαρκαστικό ατάκα: «Ο Νότος λέει στο νέγρο:- να είσαι σκλάβος αλλά ο Θεός να σε ευλογεί! - ενώ ο Βορράς μουρμουρίζει: - να είσαι ελεύθερος, αλλά να πας στον διάβολο!».

Πηγή: ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

30 Ιουνίου 1864: Ο στρατός των Νοτίων ξεκινάει να καταλάβει την Ουάσιγκτον!

Το καλοκαίρι του 1864 ο στρατός της Συνομοσπονδίας ξεκίνησε την τελευταία μεγάλη επίθεση. Σε μια προσπάθεια να ανακουφίσει την πίεση στο Ρίτσμοντ, την πρωτεύουσα της Συνομοσπονδίας, που ήταν τότε υπό πολιορκία από τις ομόσπονδες δυνάμεις του στρατηγού Ulysses S. Grant, ο στρατηγός Robert E. Lee έστειλε τον αντιστράτηγο Jubal Early με μια δύναμη περίπου 20.000 ανδρών να επιτεθεί και να καταλάβει την πρωτεύουσα της Ένωσης την Washington DC.
Ο Jubal Anderson Early (1816 – 1894) που, στην προ του πολέμου ζωή του ήταν δικηγόρος, εκπροσωπούσε την αντίθεση του Νότιου τζέντλεμαν. Απεχθανόταν την εξουσία και ήταν ένας χαρακτήρας ανεξάρτητος από τη φύση του. Ήταν όμως σκληρός, αψύς και άτεγκτος, ένας αντιπροσωπευτικός τύπος του Νότιου στρατιωτικού.  

Τα γεγονότα εξιστορεί ο Benjamin Franklin Cooling στο Jubal Early’s Raid on Washington, 1864”. Εκεί αναφέρεται σε  προσωπικότητες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρόεδρος της Ένωσης Αβραάμ Λίνκολν ο οποίος είδε προσωπικά τις μάχες. Η εργασία του Cooling είναι σε μεγάλο βαθμό μια αφηγηματική ιστορία της εκστρατείας, και αναφέρει ότι αν η Ουάσιγκτον είχε πέσει στα χέρια των Νοτίων τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να ήταν καταστροφικά για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις προεδρικές εκλογές του 1864.
Στέλνοντας τον Early βόρεια στην κοιλάδα Shenandoah προς την Ουάσιγκτον, ο Λι έλπιζε να επαναλάβει τα αποτελέσματα της εκστρατείας του 1862 του "Stonewall" Jackson, η οποία προκάλεσε μαζική σύγχυση στην στρατιωτική διοίκηση της Ένωσης όταν υπήρχε φόβος ο Jackson να επιτεθεί στην Ουάσιγκτον. Η εκστρατεία που ξεκίνησε δύο χρόνια αργότερα αποδείχθηκε πολύ λιγότερο επιτυχής για τις συνομόσπονδες δυνάμεις όμως. Αν και ο Early γρήγορα παρέκαμψε τις δυνάμεις που επιχείρησαν να τον μπλοκάρουν μπροστά του και πέρασε με επιτυχία το ποταμό Potomac και εισέβαλε στο Maryland, οι δυνάμεις των Βορείων κάτω από την εντολή του Lew Wallace κατάφεραν να επιβραδύνουν την περιστροφική κίνηση του Early επαρκώς ώστε να επιτρέψουν να έρθουν ενισχύσεις από το στρατό του Grant. Μόλις τα στρατεύματα των Βορείων του Horatio Wright και του George Cook έφθασαν στην Ουάσιγκτον γέμισαν γρήγορα τα περίτεχνα έργα της τάφρου που περικύκλωναν την πρωτεύουσα της Ένωσης. Η κρίσιμη μάχη έλαβε χώρα στις 11 και 12 Ιουλίου, όταν οι ομόσπονδες δυνάμεις ξεκίνησαν επίθεση στο Fort Stevens στη βόρεια πλευρά της Ουάσιγκτον DC. Ο ίδιος ο Lincoln ήρθε για να παρατηρήσει την μάχη και βρέθηκε κάτω από τα πυρά των Νότιων σκοπευτών. Οι δυνάμεις των Βορείων απώθησαν γρήγορα όλες τις επιθέσεις των Νοτίων και ανάγκασαν τον Early να εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για την κατάκτηση της πρωτεύουσας της Ένωσης.
Ο Early διέσχισε τον Potomac στις 13 Ιουλίου και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην κοιλάδα. Νίκησε το στρατό της Ένωσης υπό τον στρατηγό George Crook στο Kernstown στις 24 Ιουλίου του 1864. Έξι ημέρες αργότερα, διέταξε το ιππικό του να κάψει την πόλη της Chambersburg στην Pennsylvania, σε αντίποινα για την καύση πολλών σπιτιών στην κομητεία Jefferson της Δυτικής Βιρτζίνια, που υποστήριζαν τους Νότιους, από τον βόρειο στρατηγό David Hunter νωρίτερα εκείνο τον μήνα.
Ο Early ισχυρίστηκε μετά τον πόλεμο, ότι οι στρατιώτες του ήταν πεινασμένοι και εξαντλημένοι και διέλυσαν τις γραμμές τους για να λεηλατήσουν το στρατόπεδο της Ένωσης και να βρουν κάτι να φάνε. Αυτό επέτρεψε στον Sheridan την κρίσιμη στιγμή να ενισχύσει το ηθικό του στρατού του και να μετατρέψει την ήττα τους το πρωί σε νίκη εκείνο το απόγευμα.
Από όλα τα γεγονότα που έγιναν κοντά στο τέλος του «εμφυλίου» πολέμου, μόνο η κατάλληψη της Ουάσιγκτον θα μπορούσε να φέρει σε αμηχανία τους βόρειους υποστηρικτές του πολέμου ώστε να γυρίσει το κλίμα στις εκλογές του 1864 και φέρει την Ένωση σε ένα σημείο όπου θα ήταν πρόθυμη να προβεί σε διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.
Την εποχή εκείνη ο κόσμος στον Βορρά δεν έβλεπε τη νίκη να έρχεται, αλλά έβλεπε τους «αντάρτες» του «γέρο Λη» να αντέχουν και έβλεπε επίσης, κάθε μέρα τις πομπές με τους τραυματίες να φτάνουν στα νοσοκομεία της Ουάσιγκτον, της Βαλτιμόρης και της Φιλαδέλφειας. «Γιατί τόσες σφαγές;» ήταν το ερώτημα. Η αποθάρρυνση είχε οικονομικές επιπτώσεις. Το χαρτονόμισμα του δολαρίου είχε την αξία του ενός τρίτου της αξίας του σε Χρυσό. Το κόμμα της ειρήνης, μέχρι τότε περιορισμένο στους δημοκρατικούς, επεκτάθηκε πολιτικά. Στις 9 Αυγούστου 1864, ο μεγάλος αρθρογράφος του New York Tribune Χόρας Γκρίλυ γράφει στον Λίνκολν: Σας παρακαλώ, σας ικετεύω, να πάρετε την πρωτοβουλία για την ειρήνη ή να προωθήσετε άμεσα κάποιες προτάσεις».
Η τολμηρή επίθεση του Early στην Ουάσιγκτον ήταν η ύστατη «πνοή» του Νότου που ζητούσε την ανεξαρτησία του.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013

10 Ιουνίου 1864: Η Μάχη στη Διασταύρωση Brice. Η ταπεινωτικότερη ήττα των Βορείων κατά τον «Εμφύλιο Πόλεμο» και η στρατιωτική ιδιοφυΐα του στρατηγού Nathan Bedford Forrest


Η Μάχη της Διασταύρωσης Μπράϊς (Battle of Brice's Crossroads) διεξήχθη στις 10 Ιουνίου 1864 κοντά στο Baldwyn της κομητείας Lee στο Mississippi, κατά τη διάρκεια του αμερικανικού «εμφύλιου πολέμου». Στην μάχη έλαμψε το άστρο του θρυλικού στρατηγού των Νοτίων Nathan Bedford Forrest (Ναίηθαν Μπέντφορντ Φόρρεστ - δες εδώ), μιας από τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυίες, ο οποίος με 4.000 άνδρες κατατρόπωσε τις διπλάσιες σε αριθμό δυνάμεις των Βορείων, που είχαν επικεφαλής τον στρατηγό Samuel D. Sturgis.
O στρατηγός των Βορείων Samuel D. Sturgis
Η μάχη παραμένει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας μικρότερης αριθμητικά δύναμης που καταφέρνει να επικρατήσει βασιζόμενη στην καλύτερη τακτική, την γνώση του εδάφους και την εξαιρετικά επιθετική δράση.
Μετά τη νίκη των Βορείων στην Μάχη στη Chattanooga το Νοέμβριο του 1863, ο στρατηγός της Ένωσης William Tecumseh Sherman (Ουίλλιαμ Σέρμαν) είχε μια μεγάλη στρατιωτική βάση, από όπου θα ξεκινούσε τη μεγάλη - και καταστροφική για το Νότο - «Πορεία προς τη Θάλασσα», με πρωταρχικό σκοπό την καταστροφή της στρατιάς του συνομοσπονδιακού στρατηγού Τζόνστον στο μέτωπό του και κατόπιν, με μια ακάθεκτη προέλαση προς νότο, να κατακτήσει την Ατλάντα, φθάνοντας μέχρι την ακτή του Ατλαντικού. Μια τέτοια διείσδυση στα εδάφη του «Βαθέος Νότου» (“Deep South”) ουσιαστικά θα απέκοπτε την επικοινωνία των δυνάμεων της Συνομοσπονδίας που βρίσκονταν στις ανατολικές και δυτικές πολιτείες.
Ο Σέρμαν, όμως, γνώριζε ότι, για να εξασφαλίσει τη μακρά πορεία του μέσω των πολιτειών του Tennessee και της Georgia, έπρεπε πρώτα να διασφαλίσει την υπερεκτεταμένη γραμμή ανεφοδιασμού του. Αυτή βασιζόταν στη μία και μοναδική σιδηροδρομική γραμμή Νάσβιλ-Τσατανούγκα, η οποία κινδύνευε από τις καταδρομικές επιδρομές ιππικού του επικινδυνότερου αντιπάλου του, του στρατηγού Φόρρεστ. Ο δαιμόνιος αυτός επιδρομέας παραμόνευε πάντοτε αθέατος και ασύλληπτος κάπου στα μετόπισθεν της στρατιάς του. Προκειμένου να απαλλαγεί από αυτόν τον κίνδυνο, ο Σέρμαν ανέθεσε στον στρατηγό Sturgis (Στέρτζις) να προβεί σε διείσδυση στο βόρειο Μισισιπή και Αλαμπάμα με μια ισχυρή, ταχύτατη δύναμη περίπου 8.500 στρατιωτών για να καταστρέψει τον Forrest. Ο Sturgis, παρά τις κάποιες αμφιβολίες του και ανησυχίες του, αναχώρησε από το Memphis την 1η Ιουνίου 1863.
Το σώμα του αποτελείτο από δύο μεραρχίες. Η μεραρχία ιππικού υπό τη διοίκηση του ταξιάρχου Benjamin H. Grierson, χωρισμένη σε δύο ταξιαρχίες και η μεραρχία πεζικού, υπό τον συνταγματάρχη ΜακΜίλλεν, διηρημένη σε τρεις ταξιαρχίες. Μία από τις ταξιαρχίες, εκείνη του συνταγματάρχη Μπάουτον, αποτελείτο από 1.200 νέγρους, ορκισμένους να εκδικηθούν τη σφαγή των ομοφύλων τους, από τους άνδρες του Φόρρεστ στη μάχη του Φορτ Πίλλοου (Fort Pillow) πριν από έναν μόλις μήνα (12 Απριλίου 1864). Σε αναφορά του προς τον Σέρμαν, ο Στέρτζις σημείωσε ότι «...σε περίπτωση επιτυχούς έκβασης θα σταθεί σχεδόν αδύνατον να τους αποτρέψω από πράξεις αντεκδίκησης». Οι άνδρες αυτοί, εκτός από τον όρκο που είχαν δώσει, είχαν υιοθετήσει και ένα ιδιαίτερο επίρραμμα στη στολή τους, στο οποίο αναγραφόταν η φράση «Θυμηθείτε το Φορτ Πίλλοου. Κανένας οίκτος στους άνδρες του Φόρρεστ».
Η μάχη (για άλλους σφαγή) του Φορτ Πίλλοου
Οι άνδρες αναχώρησαν με υψηλό ηθικό, αλλά άσχημες καιρικές συνθήκες, οι οποίες, μάλιστα, επιδεινώθηκαν από την επόμενη κιόλας ημέρα. Οι ουρανοί «άνοιξαν», μουσκεύοντας τους άνδρες, μετατρέποντας τους δρόμους σε βάλτους και καθηλώνοντας τις άμαξες στη λάσπη. Η πορεία συνεχίστηκε υπό αυτές τις συνθήκες μέχρι τις 8 Ιουνίου, όταν οι εντεινόμενες, καταρρακτώδεις βροχές μετέτρεψαν τη γη σε πραγματικό τέλμα.
Ο Forrest συμπέρανε σωστά, ότι οι Βόρειοι είχαν στόχο στην πραγματικότητα το Tupelo του Μισισιπή, περίπου 15 μίλια (24 χιλιόμετρα) νότια από την Διασταύρωση  Crossroads.  
(Το Tupelo είναι η έδρα της κομητείας Lee και το μέρος που στις 8/1/1935 γεννήθηκε ο Elvis Presley)
Αν και σαφώς με λιγότερους στρατιώτες, ο Forrest αποφάσισε να απωθήσει τον Sturgis. Επέλεξε την Crossroads Brice που είχε τέσσερις λασπώδεις δρόμους, βαριά δασώδεις περιοχές, και το φυσικό σύνορο του Tishomingo Creek, που είχε μόνο μία γέφυρα από ανατολικά προς τα δυτικά. Βλέποντας ο Forrest, ότι το ιππικό της Ένωσης βρισκόταν τρεις ώρες μπροστά από το δικό του πεζικό, επινόησε ένα σχέδιο επίθεσης. Αναλύοντας το σχέδιό του στον συνταγματάρχη Λάυον, ο Φόρρεστ είπε: «Ξέρω ότι υπερτερούν αριθμητικά, αλλά ο δρόμος κατά μήκος του οποίου θα προελαύνουν είναι στενός και λασπωμένος. Θα προχωρούν αργά. Η περιοχή είναι δασώδης και οι θάμνοι τόσο πυκνοί, ώστε, όταν τους κτυπήσουμε, δεν θα καταλάβουν πόσοι είμαστε. Το ιππικό τους θα προηγείται του πεζικού και πρέπει να φθάσει στο σταυροδρόμι Περίπου τρεις ώρες νωρίτερα. Σε αυτόν τον χρόνο εμείς μπορούμε να τσακίσουμε το ιππικό τους. Μόλις «ανάψει» η μάχη, θα καλέσουν βιαστικά το πεζικό να επέμβει. Εκείνη την ώρα ο τόπος θα «βράζει». Έχοντας διασχίσει εννέα ή δέκα χιλιόμετρα πάνω σε τέτοιους δρόμους, το πεζικό τους θα είναι τόσο εξαντλημένο, που εμείς απλά θα τους πατήσουμε».
Στις 09.45 π.μ. στις 10 Ιουνίου, μια ταξιαρχία ιππικού της Ένωσης του Grierson έφθασε στο Crossroads Brice και η μάχη ξεκίνησε στις 10:30 π.μ., όταν οι Νότιοι για να κρύψουν την αριθμητική τους μειονεξία, είχαν αφιππεύσει και έβαλαν αδιάκοπα πίσω από τους θάμνους, δένδρα και φράκτες, εκμεταλλευόμενοι την πυκνή βλάστηση, καταφέρνοντας να κρατήσουν τις θέσεις τους έναντι 3.200 Βορείων, όχι μόνο χωρίς να υπερκερασθούν, αλλά και πείθοντας τον αντίπαλό τους ότι αντιμετώπιζε «...ανώτερη δύναμη, η οποία, μάλιστα, διέθετε ισχυρή υποστήριξη». Το τέχνασμα είχε πετύχει. Ο Forrest διέταξε τότε το υπόλοιπο του ιππικού του να συγκλίνει γύρω στη Διασταύρωση. Το υπόλοιπο του ιππικού της Ένωσης έφτασε για υποστήριξη, αλλά μια ισχυρή επίθεση τους ώθησε σύντομα πίσω στις 11:30 το πρωί, όταν το υπόλοιπο του ιππικού Forrest, μετά από έναν καλπασμό 20 χιλιομέτρων, έφθασε στο πεδίο της μάχης.
Ο ήλιος πλέον μεσουρανούσε, όταν, ξαφνικά, οι γνώριμες «αντάρτικες κραυγές» αντήχησαν σαν γλυκιά μουσική στα αυτιά του Λάυον. Ο συνταγματάρχης Ράκερ έτρεξε αμέσως να συναντήσει τον Φόρρεστ και τον βρήκε να παρακολουθεί ήρεμος τη μάχη από τη σέλα του αλόγου του. «Τι συμβαίνει, στρατηγέ;» τον ρώτησε. «Γιάνκηδες, και, μάλιστα, πολλοί από δαύτους. Δεν τους φοβηθήκαμε ποτέ και δεν θα το κάνουμε σήμερα» αποκρίθηκε εκείνος με σταθερό ύφος. Εξάλλου, τα δεδομένα είχαν πλέον αλλάξει.
Οι «ρυτίδες της ανησυχίας» εγκατέλειπαν σιγά-σιγά το πρόσωπό του. Με 2.000 άνδρες στη διάθεσή του δεν αμφέβαλλε καθόλου ότι μπορούσε να κατατροπώσει τους 3.200 Γιάνκηδες του Γκρίρσον. «Πες στον Μπελ να βιαστεί και να έλθει με όλη του τη δύναμη!» είπε ο Φόρρεστ στον αγγελιαφόρο που στεκόταν δίπλα του και εκείνος κάλπασε σαν τον άνεμο. Έτοιμος να εκραγεί από επιθετικότητα, διέταξε τους στρατιώτες του έφοδο. Ένας από τους στρατιώτες του περιέγραψε αργότερα τη σκηνή: «Πάνω στο άλογό του, με το ξίφος στο χέρι, τα μανίκια του μαζεμένα και την καπαρντίνα του ριγμένη στο πόμολο της σέλας, ο Φόρρεστ έμοιαζε με τον ίδιο τον Θεό του Πολέμου». Η αποφασιστικότητα και η ορμή του είχαν τέτοια επίδραση, ώστε έπειθε τους πάντες ότι η νίκη ήταν δική τους.
Οταν η τελευταία νότα της σάλπιγγας έσβησε, οι στριγκές, διαπεραστικές «αντάρτικες κραυγές» γέμισαν τον αέρα και κάθε άνδρας όρμησε μπροστά σαν αρπακτικό που καραδοκεί τη λεία του. Οι Νότιοι είχαν την ευκαιρία μίας μόνο βολής και την κρατούσαν για την τελευταία στιγμή. Όταν δόθηκε η διαταγή ανταπέδωσαν τα πυρά με τη μία και μοναδική βολή τους. Αμέσως μετά οι άνδρες κατέπεσαν πάνω στους αντιπάλους τους. Ξιφολόγχες και κοντάκια έσκισαν σάρκες και συνέθλιψαν κρανία. Με την επόμενη διαταγή πέταξαν τα τυφέκια και τράβηξαν τα περίστροφα. Σε αποστάσεις τόσο μικρές δεν υπήρχε κανένα όπλο πεζικού που θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στα φονικά εξάσφαιρα που χρησιμοποιούσε κατά κόρον το ιππικό της Συνομοσπονδίας. Η μάχη σώμα με σώμα συνεχίστηκε, ενώ σταδιακά οι πρώτες γραμμές των Βορείων άρχισαν να χάνουν έδαφος, καθώς οι Λάυον, Ράκερ και Τζόνσον ωθούσαν τους άνδρες τους στα άκρα.
Η μάχη μαινόταν αμφίρροπη για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά, γύρω στις 13.00 ακούστηκαν νέοι καλπασμοί από τα βόρεια. Ηταν η τελευταία και μεγαλύτερη ταξιαρχία που ανέμενε ο Φόρρεστ, η οποία κατέφτανε τώρα σαν θεόσταλτη ευλογία: ο συνταγματάρχης Μπελ, με τους 2.800 άνδρες του και τα οκτώ πυροβόλα του Μόρτον, πλησίαζαν μετά από επτάωρη, ταχεία πορεία 30 χιλιομέτρων.
Περί τις 15.30, όταν η μάχη βρισκόταν στη κορύφωσή της, ο Φόρρεστ έδωσε το τελειωτικό πλήγμα σε έναν αποθαρρυμένο και κλονισμένο πλέον αντίπαλο: απέσπασε τους 300 άνδρες της 2ης Ίλης Ιππικού του Τεννεσσύ του λοχαγού Τάυλερ με μια ευρεία πλευρική κίνηση από τα δεξιά, υπερφαλαγγίζοντας το αριστερό πλευρό και τα νώτα του Στέρτζις. Προκειμένου, μάλιστα, να παραπλανήσει τον αντίπαλο περί της πραγματικής επιθετικής του δύναμης, χρησιμοποίησε ένα τελευταίο τέχνασμα: κατά τη διάρκεια της επέλασης ο σαλπιγκτής του Τάυλερ διέτρεχε τις γραμμές της ίλης, σαλπίζοντας επανειλημμένα το σύνθημα της εφόδου σε διαφορετικά, απομακρυσμένα κάθε φορά, σημεία. Το απροσδόκητο άκουσμα τόσων σαλπισμάτων, τα οποία προέρχονταν από διαφορετικά σημεία, προκάλεσε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεχόταν επίθεση πολλαπλών μονάδων ιππικού στα νώτα του. Μέσα σε λίγα λεπτά η τάξη μετετράπη σε σύγχυση και η σύγχυση σε πανικό.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Στέρτζις είχε θεωρήσει σωστό να κρατήσει σε εφεδρεία την ταξιαρχία των μαύρων του συνταγματάρχη Μπάουτον, με σκοπό να τους εμπλέξει μόνο στην τελευταία φάση της μάχης. Οι άνδρες αυτοί είχαν παραμείνει στα μετόπισθεν, προστατεύοντας τον στρατωνισμό και την αμαξοστοιχία των εφοδίων και περιμένοντας να έρθει η πολυπόθητη στιγμή της καταδίωξης των Νοτίων, για να πάρουν την εκδίκησή τους. Η στιγμή της εκδίκησης είχε έλθει, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση. Οι ανατριχιαστικές, αντάρτικες ιαχές των ανδρών του Τεννεσσύ, οι οποίοι εμφανίστηκαν από το πουθενά, πάγωσαν το αίμα τους. Ελάχιστοι τόλμησαν να προτάξουν τα όπλα τους στους φρενιασμένους δαίμονες του Τάυλερ. Οι περισσότεροι άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι δεξιά-αριστερά, ξηλώνοντας βιαστικά από τα στήθη τους το επίρραμμα με τη μοιραία φράση «Κανένας οίκτος στους άνδρες του Φόρρεστ». Τα εμψυχωτικά αυτά λόγια, που στόχευαν στην αναπτέρωση του ηθικού πριν εννέα ημέρες στο Μέμφις, ήταν τώρα απαγορευμένα στην αιματοβαμμένη διασταύρωση Μπράις.
Η καταιγιστική έφοδος αποδεκάτισε τους περισσότερους από τους άνδρες του Μπάουτον και του Γκρίρσον που βρέθηκαν στο πέρασμά της. Ο στρατός του Στέρτζις άρχισε να εγκαταλείπει ανεξέλεγκτος το πεδίο της μάχης. Ο στενός δρόμος στα νώτα της εφοδιοπομπής «υπερχείλισε» από στριμωγμένους στρατιώτες. Οι άμαξες και τα πυροβόλα βυθίζονταν στη λάσπη. Καμία δύναμη δεν ήταν σε θέση να ελέγξει την πανικόβλητη μάζα, καθώς αυτή ξεχυνόταν προς τη γέφυρα του Τισομίνγκο. Οι άνδρες του Τάυλερ κάλπαζαν προς κάθε κατεύθυνση, συνθλίβοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Άμαξες και πυροβόλα, είχαν όλα στριμωχτεί στη στενή ξύλινη γέφυρα, με αποτέλεσμα πολλοί στρατιώτες να πέφτουν στο πλημμυρισμένο ρεύμα για διαφύγουν. Ο πανικός και η αταξία κυριάρχησαν. Σύντομα, το, κάποτε ισχυρό, σώμα στρατού του Στέρτζις εξαφανίστηκε από προσώπου γης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. 
Ο Στρατός της Ένωσης είχε υποστεί την ολοκληρωτικότερη και ταπεινωτικότερη ήττα του πολέμου σε μια μάχη, στην οποία η πορεία από το Μέμφις προς το πεδίο της μάχης είχε διαρκέσει εννέα ημέρες, ενώ η υποχώρηση μόλις 64 ώρες. Η άτακτη φυγή είχε αφήσει πίσω της 1.200 νεκρούς, 2.000 αιχμαλώτους και τραυματίες, 19 πυροβόλα και 21 κιβώτια πυρομαχικών. Ο Στέρτζις υποβιβάστηκε σε συνταγματάρχη και μετατέθηκε σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο της Άγριας Δύσης να μάχεται τους Ινδιάνους. Οι απώλειες του Φόρρεστ ήταν 140 νεκροί και 300 τραυματίες. Ο Σέρμαν ήταν έξαλλος. «Αυτός ο διάβολος ο Φόρρεστ πρέπει να πεθάνει. Το Τεννεσσύ δεν θα ησυχάσει ποτέ μέχρι τότε. Θα τον κυνηγήσω μέχρι θανάτου, έστω κι αν μου κοστίσει 10.000 ζωές ή ολόκληρο το Θησαυροφυλάκιο» είπε. Ήταν ένας όρκος που δεν θα εκπληρωνόταν ποτέ.
Ο Φόρρεστ θα συνέχιζε με επιτυχία την καταδρομική του δράση και οι εκστρατείες εναντίον του δεν θα σταματούσαν παρά μόνο τους τελευταίους μήνες του πολέμου, όταν πλέον το σώμα του απαριθμούσε μερικές εκατοντάδες ιππείς και ήταν πλέον αδύνατον να αντισταθεί αποτελεσματικά κατά της εχθρικής πλημμυρίδας. Παρά την αδιάκοπη καταδίωξη που ο Σέρμαν είχε εξαπολύσει εναντίον του, ο Φόρρεστ δεν θα έπεφτε ποτέ στα χέρια του εχθρού. Εξάλλου, όπως και ο ίδιος είχε πει: «Δεν υπάρχει άνθρωπος που θα με σκοτώσει και θα μείνει ζωντανός».  
Από το 1929 στο πεδίο της μάχης, στο Brices Cross Roads National Battlefield Site έχουν ανεγερθεί μνημεία και ερμηνευτικές πινακίδες σε ένα μικρό 1 στρέμματος (4.000 m2) οικόπεδο στο σταυροδρόμι. Αυτό είναι το σημείο όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι της οικογένειας Brice. Ένα χιλιόμετρο από το πεδίο της μάχης υπάρχει το Μουσείο της μάχης. Το Crossroads Brice θεωρείται ένα από τα πιο όμορφα διατηρημένα πεδία μαχών του «Εμφυλίου Πολέμου».
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ / Πηγές: Wikipedia & περιοδικό ‘Στρατιωτική Ιστορία’, τεύχος 194